-
1 ἐπι-θύω
ἐπι-θύω (s. ϑύω), Weihrauch auf den Altar, ins Feuer werfen, D. Sic. 12, 11. 18, 60; übh. auf dem Altar opfern, ἐπὶ τοῦ βωμοῦ τὰς δεκάτας D. H. 1, 40; hinterher, noch dazu opfern, τὸν δ' ἀπέτισεν τέλεον νεαροῖς ἐπιϑύσας Aesch. Ag. 1485; im med., τὸ δεύτερον ἐπιϑυσάμενος Plut. Marc. 29; Νέρωνι Γάλβαν ἐπιϑυσώμεϑα Galb. 14. Allgem., opfern, τοῖς ϑεοῖς Ar. Plut. 1116; D. Hal. 1, 23. – Davon verschieden ist
-
2 κατα-νήω
κατα-νήω oder κατανέω, aufhäufen, λιβανωτοῦ τριηκόσια τάλαντα κατανήσας ἐπὶ τοῦ βωμοῦ Her. 6, 97.
-
3 κύκλος
κύκλος, ὁ, 1) der Kreis, Umkreis, das Rund, Hom. u. Folgde; οἱ δὲ γέροντες εἵατ' ἐπὶ ξεστοῖσι λίϑοις ἱερῷ ἐνὶ κύκλῳ, im heiligen Ringe, d. i. auf dem runden öffentlichen Versammlungsplatze, Il. 18, 504; δόλιος κύκλος, der nachstellende Ring, den Jäger um das Wild schließen (nach Einigen vom Jagdnetze), Od. 4, 792; bes. der kreisförmige Schildrand, Il. 11, 33. 12, 297. 20, 280; so ἀσπίδος κύκλον λέγω Aesch. Spt. 471 u. σῆμα δ' οὐκ ἐπῆν κύκλῳ, war nicht auf dem Rund, dem Schilde, 573; vgl. Eur. El. 1257. – Κύκλῳ, im Kreise ringsum, Hom. u. Folgde; κύκλῳ ἁπάντῃ Od. 8, 278; ἄλλας δὲ κύκλῳ νῆσον Αἴαντος πέριξ Aesch. Pers. 360, d. i. rings um Salamis, vgl. 410 Ch. 977; so Soph. Trach. 193 u. öfter, wie in Prosa; περιάγουσι τὴν παρϑένον τὴν λίμνην κύκλῳ, rings um den See, Her. 4, 182; τεϑεάμεϑα κύκλῳ τὴν πόλιν, wir besahen ringsum die Stadt, Xen. Cyr. 7, 5, 7; ὡςπερεὶ κύκλῳ περιιόντα Plat. Phaed. 72 b; τόπους δ' εἶναι κύκλῳ περὶ ὅλην πολλούς 111 c; Folgde; – c. gen., κύκλῳ τοῦ στρατοπέδου, rings um das Lager, Xen. Cyr. 4, 5, 5; vgl. Arist. mund. 4; Pol. 4, 21, 9; – auch ἐν κύκλῳ, wie Soph. στείχοντα γὰρ πρόσωϑεν αὐτὸν ἐν κύκλῳ μαϑόντες ἀμφέστησαν, Ai. 710; Phil. 356; Eur. Bacch. 652; Ar. Plut. 679; τὰς ἐν κύκλῳ περιόδους Plat. Polit. 286 e; Folgde, wie Luc. Vit. auct. 7; auch hier steht der gen. dabei, ἐν κύκλῳ δ' ῆδη κανοῦν εἵλικτο βωμοῦ Eur. Herc. Fur. 926. – 2) alles ring- oder kreisförmig Gestaltete; – a) das Rad, Il. 23, 340, u. plur. τὰ κύκλα, die Räder des Wagens, Il. 5, 722. 18, 375. – b) die Sonnenscheibe; τὸν πανόπτην κύκλον ἡλίου καλῶ Aeseh. Prom. 91, wie Pers. 496; λαμπρὸς ἡλίου κύκλος Soph. Ant. 412; ähnl. νυκτὸς αἰανὴς κύκλος, d. i. der mit Nacht bedeckte Himmel, Ai. 657; vgl. τί τὸν ἄνω λεύσσεις κύκλον Phil. 804. – c) das Auge, ὀμμάτων κύκλοις Soph. Ant. 962, u. ohne Zusatz, ὁ γὰρ ἐςαιὲν ὁρῶν κύκλος λεύσσει Διός O. C. 709, vgl. O. R. 1270. – d) vom Kreislaufe des Jahres, Eur. Or. 1645, ἑπτὰ καρπίμους ἐτῶν κύκλους Hel. 111. – e) Stadtmauer, Umkreisdes Lagers; τὸ δὲ αὐτῶν μέγιστόν ἐστι τεῖχος κατὰ τὸν Ἀϑηνέων κύκλον μάλιστά κη τὸ μέγαϑος Her. 1, 98; vgl. Thuc. 2, 13. 6, 98; οὐχὶ τὸν κύκλον μόνον τοῦ Πειραιῶς, οὐδὲ τοῦ ἄστεος Dem. 18, 300. – f) eine Versammlung, die sich im Kreise zusammenstellt, im Kreise sitzt; ἐκ γὰρ συνέδρου καὶ τυραννικοῦ κύκλου Κάλχας μεταναστάς Soph. Ai. 736; Eur. Andr. 1088 u. A. – Aehnlich ἐτάξαντο κύκλον τῶν νεῶν ποιήσαντες ὡς μέγιστον οἷοί τ' ἦσαν, einen Kreis von Schiffen machen, Thuc. 2, 83; Κῠρος περιστησάμενος τῶν ξυστοφόρων Περσῶν κύκλον μέγαν Xen. Cyr. 7, 5, 41. – Nach Poll. 10, 18 ein Theil des Marktes, ἵνα ἐπιπράσκετο τὰ σκεύη. – Der Kranz, ἐλαίης Orph. Arg. 327. – 3) jede Bewegung im Kreise, Kreislauf; ὁ δ' ἅλιος ἐνιαυσίῳ χρόνῳ τὸν αὑτῶ κύκλον ἐκτελεῖ Tim. Locr. 96 e; so auch A.; ähnlich κύκλος τῶν ἀνϑρωπηΐων πρηγμάτων ἐστί Her. 1, 207; Sp. – In der Logik der Cirkelschluß, in der Rhetorik die abgerundeten Perioden, Rhett. – Κύκλος ἐπικός oder κύκλος schlechthin, der epische Sagenkreis, oft bei Schol. S. κυκλικός.
См. также в других словарях:
ORNITHIA — lusus apud Athenienses, in quo everberabantur pueri. Plut. in Lycurgo, Πολλοὺς ἐφήβους ἐπὶ τοῦ βωμοῦ τῆς ὀρνιθείας ἑωράκαμεν ἀποθνήσκο τας ταῖς πληγαῖς, Multos ephebos, inara Ornithiae (seu augurii) caesos verberibus mori vidimus. Sic idem in… … Hofmann J. Lexicon universale
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
Αμφιάραος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας και μάντης, που θεοποιήθηκε και λατρευόταν ως χθόνια θεότητα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι αρχαιότερες παραδόσεις τον αναφέρουν ως απόγονο του Μελάμποδα, ονομαστού για τα μαντικά και θρησκευτικά του χαρίσματα· νεότερες … Dictionary of Greek
Σιξτίνα Καπέλα — (Sixtina Capella). Παρεκκλήσι του Βατικανού, κοντά στο ναό του Άγιου Πέτρου. Οι εργασίες της ανέγερσης του ολοκληρώθηκαν το 1481, στα χρόνια του πάπα Σίξτου του Δ’. Είναι διακοσμημένο με θαυμάσιες τοιχογραφίες, οι σπουδαιότερες από τις οποίες… … Dictionary of Greek